- προσυλλογισμός
- ο, ΝΑ [προσυλλογίζομαι](λογ.) σειρά συλλογισμών, όπου το συμπέρασμα κάθε προηγούμενου συλλογισμού είναι προκείμενη πρόταση τού επομένου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσυλλογισμός — prosyllogism masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσυλλογισμός — ο (λογ.), σειρά συλλογισμών όπου το συμπέρασμα κάθε προηγούμενου είναι προκείμενη πρόταση του επόμενου συλλογισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσυλλογισμοῖς — προσυλλογισμός prosyllogism masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσυλλογισμοί — προσυλλογισμός prosyllogism masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσυλλογισμοῦ — προσυλλογισμός prosyllogism masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσυλλογισμούς — προσυλλογισμός prosyllogism masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσυλλογισμῶν — προσυλλογισμός prosyllogism masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσυλλογισμῷ — προσυλλογισμός prosyllogism masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσυλλογισμόν — προσυλλογισμός prosyllogism masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσυλλογιστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός nou ανήκει ή αναφέρεται σε προσυλλογισμό 2. αυτός που έχει χαρακτήρα προσυλλογισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσυλλογίζομαι / προσυλλογισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Θεαγένη Λιβαδά] … Dictionary of Greek